Κολλυβάδες

Κολλυβάδες
Κίνημα μοναχών που αναπτύχθηκε στο Άγιον Όρος κατά τον 18o και τον 19o αι., τα μέλη του οποίου, παραμένοντας πιστά στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, αντιδρούσαν στη συνήθεια να τελούνται μνημόσυνα και να προσφέρονται κόλλυβα την ημέρα της Κυριακής. Μολονότι τόσο ο πατριάρχης Θεοδόσιος Β’ όσο και ο Γρηγόριος Ε’ διευκρίνισαν επίσημα ότι επιτρεπόταν και την Κυριακή η προσφορά κολλύβων, η διαμάχη ανάμεσα στους Κ. και στους αντιπάλους τους συνεχίστηκε, αποκτώντας κατά περιόδους μεγάλες διαστάσεις.
* * *
οι [κόλλυβο]
μοναχοί τού Αγίου Όρους οι οποίοι είχαν προκαλέσει τη σχετική με την τέλεση μνημοσύνων και την προσφορά κολλύβων κατά τις Κυριακές διαμάχη ισχυριζόμενοι ότι δεν επιτρέπεται να γίνονται μνημόσυνα τις Κυριακές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κολλυβιστής — ο (Α κολλυθιστής) [κολλυβίζω] αυτός που κάνει ανταλλαγές νομισμάτων, αργυραμοιβός, σαράφης («ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῡντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε», ΚΔ) νεοελλ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελισμού Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Μετόχι στον νομό Ιωαννίνων, που ιδρύθηκε τον 11o αι. 2. Σκιάθου. Ανδρικό μοναστήρι το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Χαλκίδος. Ιδρύθηκε το 1794 από τους Κολλυβάδες του Αγίου Όρους, μοναχούς που διαφωνούσαν στην …   Dictionary of Greek

  • Νικόδημος ο Αγιορείτης — (Νάξος 1749 – Άγιον Όρος 1809). Λόγιος μοναχός και πολυγραφότατος συγγραφέας θρησκευτικών βιβλίων. Μαθητής σε κάποιο ενοριακό σχολείο της πατρίδας του, σπουδαστής αργότερα στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης (1765 70), κοντά στον υπερσυντηριτικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”